- ἀταξιῶν
- ἀταξίαindisciplinefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπηλαίωση — η, Ν 1. φυσ. σχηματισμός κοιλοτήτων που είναι γεμάτες με ατμούς στο εσωτερικό ενός υγρού το οποίο βρίσκεται υπό υψηλή πίεση και κινείται με μεγάλη ταχύτητα 2. (μεταλργ.) σχηματισμός ρωγμών ή πόρων που δημιουργούνται στο εσωτερικό ενός μετάλλου… … Dictionary of Greek